ιππόπορνος

ιππόπορνος
ἱππόπορνος, ό, ἡ (Α)
1. υπερβολικά ασελγής, πάρα πολύ πόρνος
2. έφιππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* (με επιτατική σημ. «υπερβολικά») + πόρνος (πρβλ. και λ. ιππόκρημνος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἱππόπορνος — excessive prostitute masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππόπορνε — ἱππόπορνος excessive prostitute masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱππόπορνον — ἱππόπορνος excessive prostitute masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ιππόβινος — Ἱππόβινος, ὁ (Α) (κωμική διαστροφή τού ονόματος τού Ιππονίκου) ιππόπορνος*, πολύ ασελγής («Καλλίαν... τόν Ἱπποβίνου κύσθον λεοντῆν ναυμαχεῑν ἐνημμένον» ο Καλλίας, ο γιος τού Ιπποπόρνου, ναυμαχεί με ένα χύστρο φορώντας δέρμα λιονταριού, Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”